- μαφία
- (Mafia). Δίκτυο παράνομων εγκληματικών οργανώσεων, σικελικής προέλευσης. Η ετυμολογία της λέξης μ. είναι αβέβαιη· πιθανολογείται ότι προέρχεται από την αραβική λέξη μέχια = καυχησιολογία, η οποία σημαίνει στην κυριολεξία νταηλίκι, κομπασμός. Όπως φαίνεται, χρησιμοποιήθηκε αρχικά σε μια συνοικία του Παλέρμο και διαδόθηκε μετά το 1863, έπειτα από την επιτυχία που σημείωσε το θεατρικό έργο, σε τοπικό ιδίωμα, με τον τίτλο Οι νταήδες της ενορίας (I mafiosi della vicaria) του Τζουζέπε Ριτσότο.
Ιστορικά η μ. έχει τις ρίζες της στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της Σικελίας, η οποία, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι., στηριζόταν ακόμα σε μια αρχαϊκή οργάνωση, σε αντίθεση με την ευρωπαϊκές κοινωνίες που εξελίσσονταν με ταχύτατους ρυθμούς.
Ωστόσο η μ. ως φαινόμενο –με την κύρια σημασία του όρου ως οργάνωσης εγκληματικού τύπου– εκδηλώθηκε κυρίως μετά το 1860, έπειτα από την πώληση των κτημάτων του κλήρου και των περιουσιών του δημοσίου, γεγονός το οποίο επέτρεψε στην πλούσια αστική τάξη του νησιού να επεκταθεί περισσότερο στην απόκτηση γαιών. Ο μηχανισμός εκμετάλλευσης της γης ήταν φεουδαρχικός, με το πάκτωμα (ενοικίαση αγροτικού κτήματος, κυρίως με παροχή στον μισθωτή ποσοστού από τα προϊόντα), την απόλυτη εξουσία εκχώρησης της γης στον γαιοκτήμονα, και στο πρόσωπο του μεσάζοντα, που κυριαρχούσε παντού μεταξύ του γαιοκτήμονα και του καλλιεργητή, –του λεγόμενου γκαμπελότο (gabellotto)– μεγάλου ενοικιαστή του φέουδου, ο οποίος στη συνέχεια το υπενοικίαζε κατά μικρά τεμάχια σε διάφορους καλλιεργητές. Ο γκαμπελότο διέθετε ομάδες εμπίστων που τελούσαν υπό τις διαταγές του –των καμπιέρι (campieri)–, δηλαδή ένοπλες φρουρές μπράβων, αποστολή των οποίων ήταν η διατήρηση της τάξης στην ύπαιθρο και η εγγύηση της τήρησης των προφορικών συμφωνιών από τους αγρότες. Σταδιακά οι γκαμπελότι αναλάμβαναν άμεσα την κατοχή της γης, σχηματίζοντας αγροτική τάξη –τους λεγόμενους μπουρτζίζι (burgisi)– και έγιναν κύριοι πολλών φέουδων.
Οι γκαμπελότι, οι καμπιέρι και οι μπουρτζίζι αποτέλεσαν τους κρίκους του εκτεταμένου δικτύου των μαφιόζων, οι οποίοι ασκώντας ηθικές και υλικές πιέσεις όλων των ειδών στους γαιοκτήμονες και ενίοτε εξαπολύοντας απειλές (στην ανάγκη με εκβιασμούς και με τη άσκηση οργανωμένης βίας) απέκτησαν ένα είδος ελέγχου σε όλη την ύπαιθρο της κεντρικής και κυρίως της δυτικής Σικελίας, εξασφαλίζοντας μεγάλα κέρδη με τη μορφή οικονομικών μεσολαβήσεων, παροχή προστασίας κ.ά. Συγκρότησαν έτσι μικρά κέντρα εξουσίας με ιεραρχική δομή –τις λεγόμενες κόσκε (cosche)– με αυστηρά καθορισμένες σφαίρες επιρροής κατά περιφέρειες και τομείς. Μέσα σε λίγα χρόνια η δράση τους επεκτάθηκε από την ύπαιθρο στις πόλεις, εισχωρώντας σε άλλα πεδία οικονομικής, αλλά συχνά και πολιτικής και διοικητικής δραστηριότητας στη Σικελία όπου, με την εισαγωγή του κοινοβουλευτικού συστήματος, η Μ. κατέστη το πιο αποτελεσματικό μέσο για την εξασφάλιση εκλογικής βάσης· χαρακτηριστικό της οργάνωσης είναι οι επεμβάσεις της προκειμένου να διασφαλιστεί η τάξη (π.χ. επενέβη για την καταστολή των εξεγέρσεων των αγροτών το 1904), χωρίς ενδοιασμούς αναφορικά με τη νομιμότητα των μέσων, προστατευόμενη από έναν άθραυστο δεσμό εγκληματικής αλληλεγγύης, με αποτέλεσμα να εξελιχθεί σε μια αντιδραστική δύναμη συνεργαζόμενη με τα συντηρητικά στοιχεία των ισχυρών του τόπου, ακόμα και εναντίον της κεντρικής κυβέρνησης.
Οι εκάστοτε κυβερνήσεις έχουν επιχειρήσει πολλές φορές –με τα έκτακτα μέτρα του 1875, του 1877, του 1895, καθώς και η φασιστική κυβέρνηση του Μπενίτο Μουσολίνι, με διαρκή αστυνομική δράση, έρευνες κλπ.– να λύσει το πρόβλημα της Μ., αλλά πάντα χωρίς αξιόλογα αποτελέσματα. Η δράση των μαφιόζων ανέκαμψε μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και άσκησε μια βίαιη κατασταλτική δραστηριότητα κατά του συνδικαλιστικού κινήματος και κάθε προοδευτικής κίνησης στη Σικελία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 η ιταλική κυβέρνηση ξεκίνησε μία εκστρατεία ενάντια στη Μ. που οδήγησε σε μεγάλο αριθμό συλλήψεων και πολύκροτες δίκες κακοποιών. Ωστόσο η προσπάθεια δεν τελεσφόρησε λόγω πολιτικής διαφθοράς και δολοφονιών δικαστικών προσώπων. Αργότερα το δημόσιο σκάνδαλο μετριάστηκε με τη σύλληψη (αρχές 1993) του διαβόητου μαφιόζου ηγέτη Τοτό (Σαλβατόρε) Ριίνα.
Μέσω της μετανάστευσης η οργάνωση εξαπλώθηκε και στις ΗΠΑ και απέκτησε την ονομασία Κόζα Νόστρα (Cosa Nostra). Κατά την περίοδο της Ποτοαπαγόρευσης ανέπτυξε λαθρεμπόριο οινοπνευματωδών ποτών, ενώ μετά το 1933 προσανατολίστηκε στους τομείς των τυχερών παιχνιδιών, της παροχής προστασίας, της πορνείας κ.ά. Τα τελευταία χρόνια η δράση της Μ. συνδέεται με ξέπλυμα παράνομου χρήματος και διαφθορά στελεχών της αστυνομίας, ενώ έχει επεκταθεί και σε απάτες που σχετίζονται με ασφαλιστικές εταιρείες και παράνομες εμπορικές συναλλαγές καθώς και στη διακίνηση παράνομων ναρκωτικών ουσιών.
* * *η1. τρομοκρατική μυστική οργάνωση που ιδρύθηκε τον 19ο αιώνα στη Σικελία και η δράση της εξαπλώθηκε στην Ιταλία και στις ΗΠΑ2. (κατ' επέκτ.) α) κάθε σπείρα κακοποιώνβ) ομάδα επιτηδείων που επιδιώκουν την εξυπηρέτηση τών συμφερόντων τους με αθέμιτα μέσα3. άνθρωπος πανούργος, πονηρός, κατεργάρης(«σκέτη μαφία είναι αυτός»)4. συνεκδ. απάτη, κατεργαριά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mafia].
Dictionary of Greek. 2013.